προδίδω

προδίδω
προδίδω, πρόδωσα βλ. πίν. 186 και πρβλ. προδίνω

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • προδίδω — και προδώνω και προδίνω, μτχ. παθ. παρακμ. προδομένος, Ν 1. παραβιάζω, αθετώ ηθική υποχρέωση, υπόσχεση ή όρκο («πρόδωσε τη φιλία μας») 2. παραδίδω με δόλιο τρόπο την πατρίδα, αποκαλύπτω μυστικά τής πατρίδας μου στον εχθρό, δίνω στον εχθρό τη… …   Dictionary of Greek

  • προδιδῶ — προδίδωμι give beforehand pres subj act 1st sg προδίδωμι give beforehand pres ind act 1st sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προδιδῷ — προδίδωμι give beforehand pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προδίδω — προδίδωμι give beforehand pres imperat mp 2nd sg (epic) προδίδωμι give beforehand imperf ind act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προδιδῶι — προδιδῷ , προδίδωμι give beforehand pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απιστώ — (AM ἀπιστῶ, έω) 1. δεν πιστεύω στον θεό 2. δείχνομαι άπιστος, απειθώ σε κάποιον, παρακούω 3. προδίδω νεοελλ. αποσκιρτώ, αυτομολώ μσν. νεοελλ. 1. προδίδω τη συζυγική ή ερωτική πίστη 2. προδίδω τη θρησκευτική μου πίστη, αλλαξοπιστώ μσν. επαναστατώ… …   Dictionary of Greek

  • εκδίδω — (AM ἐκδίδωμι, Μ και ἐκδίδω) 1. συλλαμβάνω εγκληματία και τόν παραδίδω στις αρχές τού κράτους του για να δικαστεί εκεί 2. επιστρέφω κάτι που άρπαξα 3. (για συγγραφικά έργα, αντίγραφα, έντυπα, εικόνες κ.λπ.) θέτω σε κυκλοφορία, δημοσιεύω σε πολλά… …   Dictionary of Greek

  • προδωσείω — Μ (εφετ. τ. τού προδίδω) θέλω να προδώσω, να γίνω προδότης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. προδωσ τού προδίδω μι + εφετική κατάλ. (σ)είω (πρβλ. πολεμη σείω)] …   Dictionary of Greek

  • PRODITOR — apud Athenienses morte multatus est, neque intra Articae fines sepultus et bona illius publicata: ex Lege, Ε᾿άν τις ἢ πὁλιν προδιδῶ, ἢ τὰ ἱερὰ κλέπτῃ, κριθέντα εν δικαςτηρίῳ, αν καταγνώςθῃ, μὴ ταφῆναι εν τῇ Α᾿ττικῇ: τὰ δὲ χρήματα αὐτοῦ δημόσια… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • SACRILEGUS — qui legit, i. e. adimit et aufert sacra, quemadmodum verbum hoc sumitur, in Legg. XII. Tabb. Homini mortuo ne ossa legito: ubi sensus est, teste Cicerone de Legg. l. 2. ne quod membrum mortuo abscindatur. Ad eum enim morem Lege hâc respici… …   Hofmann J. Lexicon universale

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”